- αποπληρωσις
- ἀποπλήρωσιςἀπο-πλήρωσις-εως ἥ1) наполнение (sc. τοῦ ἀγγείου Plut.)2) удовлетворение
(τῆς ὀρέξεως Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ὀρέξεως Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποπλήρωσις — filling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσει — ἀποπλήρωσις filling fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποπληρώσεϊ , ἀποπλήρωσις filling fem dat sg (epic) ἀποπλήρωσις filling fem dat sg (attic ionic) ἀποπληρόω fill up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀποπληρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσεις — ἀποπλήρωσις filling fem nom/voc pl (attic epic) ἀποπλήρωσις filling fem nom/acc pl (attic) ἀποπληρόω fill up aor subj act 2nd sg (epic) ἀποπληρόω fill up fut ind act 2nd sg ἀ̱ποπληρώσεις , ἀποπληρόω fill up futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσεσιν — ἀποπλήρωσις filling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσης — ἀποπλήρωσις filling fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήρωσιν — ἀποπλήρωσις filling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπλήρωση — η (Μ ἀποπλήρωση, Α ἀποπλήρωσις) καταπράυνση, ικανοποίηση αρχ. εκπλήρωση … Dictionary of Greek
ἀποπληρώσεων — ἀποπληρώσεω̆ν , ἀποπλήρωσις filling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσεως — ἀποπληρώσεω̆ς , ἀποπλήρωσις filling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληρώσῃ — ἀποπληρώσηι , ἀποπλήρωσις filling fem dat sg (epic) ἀποπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀποπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀποπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποπληρώσῃ , ἀποπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποπληρώσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)